- βρυχηθμός
- ο , βρύχημα τό рёв, рычанье;рыканье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρυχηθμός — roaring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχηθμός — ο (AM βρυχηθμός) [βρυχώμαι] το μούγκρισμα, η κραυγή άγριου ζώου, λιονταριού, τίγρης κ.λπ. νεοελλ. 1. θρήνος 2. ο θόρυβος της θάλασσας, του ανέμου κ.λπ … Dictionary of Greek
βρυχηθμοῖς — βρυχηθμός roaring masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχηθμοί — βρυχηθμός roaring masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχηθμοῦ — βρυχηθμός roaring masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχηθμούς — βρυχηθμός roaring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχηθμῶν — βρυχηθμός roaring masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχηθμῷ — βρυχηθμός roaring masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχηθμόν — βρυχηθμός roaring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… … Dictionary of Greek